καπυρούμαι

καπυρούμαι
καπυροῡμαι, -όομαι (Α) [καπυράς]
καταξηραίνομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος — ζεσελαιοξανθεπιπαγκαπύρωτος, ον (Α) (κωμικό επίθ. για πλακούντα, πίτα) αυτός που έχει ψηθεί στο λάδι, ωσότου αποκτήσει ξανθό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ζεσ τού ζέω (πρβλ. ζεσ τός) + έλαιον + ξανθός + επί + παν + καπυρούμαι «ξηραίνομαι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”